-
1 διαταγής
-
2 διαταγῆς
-
3 выполнение
выполн||ениес ἡ ἐκτέλεση, ἡ ἐκπλήρωση/ ἡ πραγματοποίηση (осуществление):\выполнение приказа ἡ ἐκτέλεση διαταγής· \выполнение обещания ἡ πραγματοποίηση ὑπόσχεσης· \выполнение до́лга ἡ ἐκπλήρωση τοῦ καθήκοντος. -
4 до
до Iпредлог с род. п.1. ὠς, ἐως:от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·4. (при указании степени чего-л.):я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.до IIс нескл. муз. τό ντό. -
5 εκτέλεση
[-ις (-εως)] η1) выполнение, исполнение, осуществление; совершение;εκτέλεση διαταγής (υπόσχεσης, χρέους) — выполнение приказа (обещания, долга);
εκτέλεση εγκλήματος — совершение преступления;
βάζω ( — или θέτω) σε εκτέλεση — приводить в исполнение;
αρχίζω εκτέλεση — приступать к исполнению;
2) муз. исполнение;σε εκτέλεση κανενός — в чьём-л. исполнении;
3) расстрел, казнь;εκτέλεση καταδίκου — или θανατική εκτέλεση — смертная казнь
-
6 εξαπόλυση
-
7 λήψη
-
8 πνεύμα
τό1) е разя. знач дух;μαχητικό ( — или πολεμικό) πνεύμα — боевой дух;
||γιον πνεύμα рел — святой дух;
τό αγαθό πνεύμα — добрый дух;
πονηρόν πνεύμα — злой дух, лукавый, чёрт;
τα κακά πνεύματα злые духи;ετοιμάτης τού πνεύματος присутствие духа;έξαψις πνεύμάτων — брожение умов;
τό πνεύμα τού νόμου — дух закона;
τό πνεύμα της διαταγής — сущность приказа;
στο πνεύμα τού μαρξισμού — в марксистском духе;
σύμφωνα με το πνεύμα της επο-
χής в духе времени;με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης — в духе взаимопонимания;
εν πνεύματι αμοιβαίας εμπιστοσύνης в обстановке взаимного доверия;2) ум; интеллект; остроумие;τα μεγάλα πνεύματα великие умы;πνεύμα εφευρετικό — изобретательный ум;
έχω επιχειρηματικό πνεύμα — быть предприимчивым;
έχει πολύ πνεύμα — он очень остроумен, находчив;
κάνω πνεύμα — острить;
3) грам, знак придыхания;4) хим. спирт, алкоголь; § πτωχός τω πνεύματι рел, перен. нищий духом;παρέδωκε το πνεύμα — он испустил дух, отдал богу душу; — умер, скончался;
τό μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής — сильный духом, но немощный телом
-
9 Galton's rank order test
French\ \ test de rang de GaltonGerman\ \ Galtonscher RangordnungstestDutch\ \ rangordetoets van GaltonItalian\ \ test di ordinamento per ranghi di GaltonSpanish\ \ prueba de datos ordenados por magnitud de GaltonCatalan\ \ test (o prova) de Galton de dades ordenadesPortuguese\ \ teste da ordem dos postos de GaltonRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ πυκνή δοκιμή διαταγής του GaltonFinnish\ \ Galtonin järjestyslukutestiHungarian\ \ Galton-féle rangsor próbaTurkish\ \ Galton sıra sınaması; Galton sıra testiEstonian\ \ Galtoni astaktestLithuanian\ \ Galton individualaus skirtumo problema; Galtono individualaus skirtumo problemaSlovenian\ \ -Polish\ \ test rang GaltonaRussian\ \ тест на рядовую последовательность ГальтонаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Galton Sæti til prófEuskara\ \ Galton en sailkapenaren ordena probaFarsi\ \ azmoone t rtibe rotbeye GaltonPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ اختبار ترتيب الرتب لجولتونAfrikaans\ \ Galton se rangordetoetsChinese\ \ 高 尔 顿 等 级 次 序 检 验Korean\ \ Galton의 순위 검정 -
10 locally most powerfull rank order test
French\ \ localement la plupart d'essai puissant de classementGerman\ \ lokal bester (trennschärfster, mächtigster) RangordnungstestDutch\ \ lokaal meest onderscheidende rangorde-toets; lokaal meest onderscheidende rangorde-toets van FraserItalian\ \ test di ordine di posizione loczlmente piú efficaceSpanish\ \ localmente la mayoría de la prueba de gran alcance de la orden espesaCatalan\ \ prova de rangs localment més potentPortuguese\ \ teste ordinal localmente mais potente de Fraser; teste ordinal localmente mais poderoso de Fraser (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ τοπικά ισχυρότερη πυκνή δοκιμή διαταγήςFinnish\ \ paikallisesti l. lokaalisti voimakkain järjestyslukutestiHungarian\ \ helyileg leginkább hatékony rangsor próbaTurkish\ \ yerel en güçlü sıra sınaması; yerel en güçlü sıra testiEstonian\ \ lokaalselt võimsaim astaktestLithuanian\ \ lokaliai galingiausias rango tvarkos požymis; lokaliai galingiausias rango tvarkos kriterijusSlovenian\ \ -Polish\ \ najmocniejszy lokalnie test rangowanych statystyk pozycyjnychRussian\ \ локально наиболее мощный тест порядка рядовUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ staðnum öflugasta stöðu til prófEuskara\ \ lokalean ahaltsuena sailkapenaren ordena probaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ آزمون رتبهاي موضعاً تواناترينArabic\ \ اختبار الرتب الاكثر قوة موضعياًAfrikaans\ \ lokale onderskeidendste rangtoets (Fraser)Chinese\ \ 局 部 最 大 功 效 等 级 顺 序 检 验Korean\ \ 국소(적)최강력 순위순서 검정[검증] -
11 lower order bias estimator
French\ \ estimateur de polarisation d'ordre inférieurGerman\ \ Schätzer mit Verzerrung niederer OrdnungDutch\ \ schatter met een vertekening van lagere ordeItalian\ \ stimatore distorto di più basso ordine; stimatore distorto di minimo ordineSpanish\ \ perito del diagonal de una orden más bajaCatalan\ \ -Portuguese\ \ estimador enviesado de ordem inferior; estimador viciado de ordem inferior (bra); estimador viesado de ordem inferior (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ χαμηλότερος προκατειλημμένος εκτιμητής διαταγήςFinnish\ \ alempiasteinen harhainen estimaattoriHungarian\ \ elsórendû torzításbecslésTurkish\ \ alt sıra yanlılık tahminleyicisiEstonian\ \ madalamat järku nihke hinnangufunktsioonLithuanian\ \ žemesniosios eilės poslinkio įvertinysSlovenian\ \ -Polish\ \ estymator obciążony niższego rzęduRussian\ \ младший порядок оценки искаженияUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ neðri röð hlutdrægni metilsinsEuskara\ \ txikiagoa izateko joera zenbatesleFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مقدر متحيز ادنى مرتبةAfrikaans\ \ laerorde-sydigheidsberamerChinese\ \ 较 低 价 有 偏 估 计 量Korean\ \ 하위편향추정량 -
12 Pólya frequency function of order two
French\ \ fonction de fréquence de Pólya de l'ordre deuxGerman\ \ Pólyasche Frequenzfunktion zweiter OrdnungDutch\ \ frequentiefunctie van Pólya van de orde tweeItalian\ \ funzione di frequenza di ordine dueSpanish\ \ función de frecuencia de Pólya de la orden dosCatalan\ \ funció de freqüència de Pólya d'ordre dosPortuguese\ \ função (massa) de probabilidade de Pólya de ordem doisRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ λειτουργία συχνότητας Pólya της διαταγής δύοFinnish\ \ Pólyan toisen asteen frekvenssifunktioHungarian\ \ Pólya-féle másodfokú gyakorisági függvényTurkish\ \ Pólya'nın ikinci derece sıklık (frekans) işlevi (fonksiyonu)Estonian\ \ Pólya teist järku jaotusfunktsioonLithuanian\ \ Pólya antros eilės dažnio funkcija; Pojos antros eilės dažnio funkcijaSlovenian\ \ -Polish\ \ funkcja prawdopodobieństwa Pólyi rzędu drugiegoRussian\ \ плотность вероятности второго порядка ПоляUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Pólya tíðni virka til tveggjaEuskara\ \ Pólya maiztasuna ordena bi funtzioFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ دالة التكرار من الدرجة الثانية لبولياAfrikaans\ \ Pólya-frekwensiefunksie van orde tweeChinese\ \ 波 利 亚 二 阶 频 率 函 数Korean\ \ 폴랴형 도수[빈도] -
13 окрик
-а α.1. φωνή, κραυγή, κλήση•он даже не обернулся на мой окрик αυτός ούτε καν γύρισε στην κραυγή μου.
2. φωνή (απειλητική, διαταγής κ.τ.τ.) грубый окрик бюрократа η απότομη φωνή του γραφειοκράτη. -
14 отмена
-ы θ.κατάργηση• ακύρωση•отмена налога κατάργηση του φόρου•
отмена закона κατάργηση νόμου•
отмена частной собственности κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας•
отмена приговора ακύρωση δικαστικής απόφασης•
отмена крепостного права κατάργηση της δουλοπαροικίας.
|| ανάκληση•отмена приказания ανάκληση διαταγής.
|| αναβολή•отмена спектакля αναβολή του θεάματος.
εκφρ.в -у – αντ αυτού, ως αντικαταστάτης (αναπληρωτής)• αντί του..., στη θέση του... -
15 приказание
-я ουδ.διαταγή• εντολή•ош-дать приказание δίνω διαταγή•
по -иго полковника κατά διαταγή του συνταγματάρχη•
исполнить -я εκτελώ διαταγές•
впредь до -я μέχρι νεώτερης διαταγής.
-
16 приказный
επ.της διαταγής διατακτικός, προστακτικός.επ. κ. ουσ. παλ. υπάλληλος. || παλ. διοικητικός.ουσ. υπαλληλίσκος.εκφρ.-ая строка; приказный крючок – παλ. προϊστάμενος, κεφάλι, ταγός, κάπος. -
17 чтоб
κ. чтобы1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•
тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•
он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.
2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•
чтоб не μήπως, για να μη•
боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.
|| (για χρόνο) που, οπότε•3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•
чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•
чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!
-
18 διαταγή
δια-τᾰγή, ἡ,A command, ordinance, LXX 2 Es.4.11, Ep.Rom.13.2;ἐκ διαταγῆς CIG3465
, POxy.92.3 (iv A. D.); testamentary disposition, IGRom.4.840.3, etc.; δ. τῆς τρύγης ποιήσασθαι make arrangements for.., PFay.133.4 (iv A. D.);πόλεως Ps.-Callisth.1.33
;εἰς διαταγὰς ἀγγέλων Act.Ap.7.53
; medical regimen, Ruf. ap. Orib.6.38.13; = τάξις, Placit.1.15.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαταγή
См. также в других словарях:
διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… … Dictionary of Greek
εξαπόλυση — η [εξαπολύω] 1. το να εξαπολύει κανείς κάποιον ή κάτι, η απόλυση, η άφεση 2. επείγουσα αποστολή («εξαπόλυση διαταγής») … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
επιστράτευση — Το στάδιο της μετάπτωσης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας από την ειρηνική κατάσταση στην πολεμική. Η ε. είναι το αποτέλεσμα ιδιαίτερων μελετών –σχέδια ε.– που συντάσσονται από πριν, με βάση τον πιθανό αντίπαλο και τις περιοχές στις οποίες… … Dictionary of Greek
κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek
κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… … Dictionary of Greek
παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία … Dictionary of Greek